Μένων

Μένων
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ευγενής από τη Λάρισα της Θεσσαλίας (5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του σοφιστή Γοργία, τον οποίο γνώρισε στη Λάρισα και κατόπιν τον ακολούθησε στην Αθήνα, όπου μαθήτευσε κοντά του. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλούταρχου, ήταν και ο ίδιος σοφιστής. Από τον πλατωνικό διάλογο Μένων, όπου ο μαθητής του Γοργία συζητάει με τον Σωκράτη γύρω από το ζήτημα της αρετής, φαίνεται ότι ο Μ. ήταν κάποιος πλούσιος που ταξίδευε με την πολυπληθή ακολουθία του και σπούδαζε μόνο για προσωπική ευχαρίστηση. Ο Ξενοφώντας αναφέρει ότι ο Μ. ήταν ένας από τους στρατηγούς του μισθοφορικού στρατεύματος που πολέμησε τον Τισσαφέρνη στα Κούναξα. Συνελήφθη και θανατώθηκε μετά από μακρόχρονα βασανιστήρια. 2. Γιατρός (4ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Αριστοτέλη. Ο φιλόσοφος του ανέθεσε τη σύνταξη του ιατρικού μέρους του μεγάλου εγκυκλοπαιδικού του έργου. Το έργο αυτό αναφέρεται με τους τίτλους Ιατρική, Περί ιατρικής, Ιατρική συναγωγή και Μενώνεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Μένων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενῶν — μένος might neut gen pl (attic epic doric) μένω stay fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μένων — μένω stay pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μένωνα — Μένων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μένωνι — Μένων masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μένωνος — Μένων masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μένωσι — Μένων masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μένωσιν — Μένων masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεσπειραμένων — ἐν , εἰσ πείρω pierce aor part mid fem gen pl ἐν , εἰσ πείρω pierce aor part mid masc/neut gen pl ἐνεσπειρᾱμένων , ἐν , εἰσ πειράω attempt pres part mp fem gen pl (doric aeolic) ἐνεσπειρᾱμένων , ἐν , εἰσ πειράω attempt pres part mp masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθεαμένων — τεθεᾱμένων , θεάομαι gaze at perf part mp fem gen pl (attic) τεθεᾱμένων , θεάομαι gaze at perf part mp masc/neut gen pl (attic) τεθεᾱμένων , θεάομαι gaze at perf part mp fem gen pl (doric aeolic) τεθεᾱμένων , θεάομαι gaze at perf part mp… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”